- συνέτιση
- ησωφρονισμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συνέτιση — η, Ν [συνετίζω] το να συνετίζει κανείς κάποιον, να τόν φέρνει με συμβουλές ή με τις κατάλληλες ενέργειες στον σωστό δρόμο … Dictionary of Greek
συνετίσῃ — συνετίζω cause to understand aor subj mid 2nd sg συνετίζω cause to understand aor subj act 3rd sg συνετίζω cause to understand fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεοσυνεσία — θεοσυνεσία, ἡ (Μ) [θεοσύνετος] η συνέτιση από τον θεό … Dictionary of Greek
συμμόρφωση — η /συμμόρφωσις, ώσεως, ΝΜ [συμμορφῶ / ώνω] νεοελλ. 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού συμμορφώνω ή τού συμμορφώνομαι, το να γίνεται κάτι σύμφωνο ή ταιριαστό με κάτι άλλο 2. συνέτιση, σωφρονισμός 3. υπακοή, πειθαρχία («συμμόρφωση στους νόμους τού … Dictionary of Greek
συνετισμός — ο, Ν συνέτιση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνετίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
συνετισμός — συνετισμός, ο και συνέτιση, η το να κάνεις κάποιον συνετό, να του «βάζεις μυαλό», να τον φρονηματίζεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)